Από τα πανάρχαια χρόνια, από τότε που ο άνθρωπος στάθηκε στα δυο του πόδια κι άρχισε να σκέφτεται ανεξάρτητα από την φύση που τον περιέβαλε, συναντάμε παράλληλα με την ανάπτυξη του πολιτισμού τα έντονα ίχνη του μυστικισμού και της πίστης σε υπερφυσικές παρουσίες. Έτσι, ανάμεσα στις άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις, βρίσκουμε και μια παγκόσμια πίστη στην ύπαρξη φαντασμάτων ή αιθερικών όντων, που κατοικούν δίπλα στους ανθρώπους και ασκούν μια αόρατη αλλά ισχυρή επίδραση πάνω τους.
Παρά τις ακαδημαϊκές διαψεύσεις και τον χλευασμό όσων προτιμούν πιο προσγειωμένες ερμηνείες, πάντα υπάρχουν εκείνοι που στρέφουν την προσοχή τους πιο μακριά από τα δεσμά των αισθήσεων και προς μία πνευματική πραγματικότητα που βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τον υλισμό της εποχής μας.Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το φαινόμενο της παρουσίας των πνευμάτων μέσα από τις ψυχολογικές του βάσεις, έτσι όπως τις μελέτησε και τις ανέδειξε ο Καρλ Γιούνγκ. Ο Γιούνγκ πίστευε πως αυτά τα φαινόμενα αποτελούν μέρος μιας μυθολογικής περιγραφής της ευρύτερης διάστασης του κόσμου μας και πως, ανεξάρτητα από το αν τα φαντάσματα είναι αυτόνομες οντότητες ή όχι, οι αναφορές στην παρουσία τους είναι πολύ σημαντικές γιατί αποκαλύπτουν κάτι για την ψυχική φύση των ανθρώπων.
Η πρώτη εμφάνιση και το παγκόσμιο κίνημα
Σαν θεωρία ο πνευματισμός εκφράζει την πίστη στην ενεργητική και απτή παρέμβαση ενός πνευματικού κόσμου στον δικό μας κόσμο και συνεπώς δημιουργεί μια ‘‘λατρευτική’’ πρακτική επικοινωνίας με τα πνεύματα. Όσοι ασχολούνται με αυτόν, όχι μόνο διατηρούν κάποιους συγκεκριμένους κανόνες πίστης, που είναι γενικά αναπόδεικτοι, αλλά ισχυρίζονται επίσης πως βασίζουν τις πεποιθήσεις τους σε μία σειρά αντικειμενικών φαινομένων που, εξαιτίας της φύσης τους, δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά με την δράση των πνευμάτων.
Τα χαρακτηριστικά αυτά τα συναντάμε και στην σύγχρονη επανεμφάνιση του πνευματισμού, που συνέβη στην Αμερική γύρω στο 1848. Όλα φαίνεται πως ξεκίνησαν όταν τα δύο κορίτσια της οικογένειας Φοξ, που έμενε στο Χάιντενσβιλ, βόρεια της Νέας Υόρκης, αποκάλυψαν ότι τρόμαζαν κάθε βράδυ από διάφορους ήχους στο δωμάτιό τους. Οι γείτονες υποπτεύτηκαν πως ήταν ο διάβολος με τα συνηθισμένα του κόλπα και η διάδοση της είδησης προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στην περιοχή. Όμως, οι αδελφές Φοξ είχαν μια καινούρια ιδέα που άλλαξε τον τρόπο προσέγγισής μας με το μεταφυσικό: σκέφτηκαν να επικοινωνήσουν με το πνεύμα, κι ανακάλυψαν ότι με έναν ορισμένο αριθμό χτύπων, κάτι σαν κώδικα Μορς, μπορούσαν να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Έτσι, με την βοήθεια των χτύπων, μαθεύτηκε ότι στο σπίτι των Φοξ είχε δολοφονηθεί ένας άντρας και ότι το σώμα του ήταν θαμμένο στο κελάρι. Και οι φήμες λένε πως οι έρευνες επιβεβαίωσαν αυτό το γεγονός.
Μετά από αυτές τις ανακαλύψεις, η οικογένεια Φοξ άρχισε να επιδίδεται σε δημόσιες εμφανίσεις, όπου γίνονταν πειράματα επικοινωνίας με πνεύματα, και γρήγορα το φαινόμενο επεκτάθηκε με την σύσταση περισσότερων παρόμοιων ομάδων. Το πείραμα του τραπεζιού αναβίωσε πάλι, αναζητήθηκαν και βρέθηκαν αρκετά μέντιουμ, που με την παρουσία τους προκαλούσαν διάφορα φαινόμενα, ενώ η όλη κίνηση διαδόθηκε γρήγορα στην Αγγλία και από κει σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου ο πνευματισμός κι ιδιαίτερα το πείραμα του τραπεζιού πήρε επιδημική μορφή. Κάθε βραδινό πάρτι ή χορός, που ήθελε να βρίσκεται στην αιχμή των σύγχρονων τάσεων, κατέληγε με τους καλεσμένους του γύρω από το τραπεζάκι.
Εκδηλώσεις της ψυχής
Σύμφωνα με τον Γιούνγκ για να μελετήσουμε σωστά το φαινόμενο του πνευματισμού θα πρέπει να ανατρέξουμε εκεί όπου πρωτοεμφανίστηκε, δηλαδή στις πρωτόγονες κοινωνίες. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο το φαινόμενο των πνευμάτων εκδηλωνόταν μέσα από όνειρα ή από οράματα, τα οποία συχνά εμφανίζονταν σε ειδικές τελετουργίες, και ήταν μια άμεση απόδειξη της πραγματικότητας του πνευματικού κόσμου.
Μία από τις σπουδαιότερες πηγές της πρωτόγονης πίστης στα πνεύματα ήταν τα όνειρα. Επειδή δεν έκαναν ένα απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ του ονειρικού κόσμου και της πραγματικότητας, τα όνειρα είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία στην ζωή τους, μιλούσαν αρκετά για αυτά και τους απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία. Πολλές φορές καλλιεργούνταν η ιδέα πως τα όνειρα είναι εμπνεύσεις, αλλά η έμπνευση προϋποθέτει κάτι που εμπνέει, δηλαδή κάποιο πνεύμα ή φάντασμα. Επιπλέον, όταν στα όνειρα εμφανίζονταν νεκροί, ο πρωτόγονος πίστευε πως επέστρεφαν πραγματικά και πως μετέφεραν μηνύματα.
Κατά τον Γιούνγκ, ο πρωτόγονος δεν κάνει μεγάλο λάθος που αποδίδει ανεξάρτητη πραγματικότητα στα όνειρα ή στα οράματά του. Το όνειρο ή το όραμα είναι ένα ψυχικό παράγωγο χωρίς συνειδητό κίνητρο, ένα αυτόνομο ψυχικό σύμπλεγμα με δικό του υλικό, που δεν υπόκειται στον έλεγχό μας και ακολουθεί τους δικούς του κανόνες. Έτσι, ενώ στην αφυπνισμένη μας κατάσταση έχουμε την αίσθηση ότι εμείς δημιουργούμε τις σκέψεις μας, τις ανακαλούμε και τις ελέγχουμε, στην κατάσταση του ονείρου ή του οράματος παράγονται περιεχόμενα ξένα και ακατανόητα από εμάς, που φαίνεται να μας έρχονται από έναν άλλον κόσμο. Και, κατά κάποιο τρόπο, αυτό ακριβώς συμβαίνει, η στιγμιαία έκρηξη ενός ασυνείδητου περιεχομένου που μεταφέρει μηνύματα έξω από την συνειδητή μας γνώση.
Αν δούμε τα πνεύματα από την ψυχολογική σκοπιά, δεν είναι παρά ασυνείδητα αυτόνομα συμπλέγματα, δηλαδή κομμάτια της ψυχής διαχωρισμένα από την εγωική μας συνείδηση, που εμφανίζονται σαν προβολές επειδή ακριβώς δεν έχουν άμεση σύνδεση με τον καθημερινό μας εαυτό. Στα όνειρα εμφανίζονται με την μορφή άλλων ατόμων, στα οράματα προβάλλονται στον χώρο.
Ο Γιούνγκ εκφράζει την άποψη πως αυτά τα ψυχικά φαινόμενα που οδηγούσαν τον πρωτόγονο στην πίστη των πνευμάτων συνεχίζουν να συμβαίνουν το ίδιο συχνά και στον σύγχρονο, πολιτισμένο άνθρωπο. Η μοναδική διαφορά είναι πως σήμερα αναφερόμαστε σε αυτά ως απλά όνειρα, φαντασίες ή νευρωτικά συμπτώματα, εκεί όπου ο πρωτόγονος μιλούσε για πραγματικά φαντάσματα. Ταυτόχρονα, δεν παραλείπει να τονίσει πως αυτό που μπορούμε να εξηγήσουμε είναι η λειτουργική τους παρουσία μέσα στον άνθρωπο, από πού προέρχονται και μέσω ποιών επιρροών εμφανίζονται είναι ερωτήματα πάντα ανοικτά στην έρευνα και σε διάφορες θεωρίες.
Στην προσωπική του επαφή με πρωτόγονες κοινωνίες, ο Γιούνγκ διαπίστωσε πως ο μάγος-γιατρός της φυλής διέκρινε δύο βασικές αιτίες ασθενειών: την κατάληψη από κάποιο πνεύμα και την απώλεια της ψυχής. Η ασθένεια των πνευμάτων συνοδευόταν από παράξενα φαινόμενα που δεν ανήκαν στον αρχικό χαρακτήρα του ασθενή, αφορούσε μία ξένη επιρροή που τον αλλοίωνε με την παρουσία της, μία ενίσχυση ή μία υπερβολή στα βασικά χαρακτηριστικά του. Από την άλλη, η απώλεια της ψυχής αναφερόταν σε κάποια αδυναμία, σε μία εξασθένηση που κατέτρωγε το άρρωστο άτομο. Ο Γιούνγκ σκέφτηκε μάλιστα πως αυτές οι δύο παθολογικές καταστάσεις συνδυάζονταν με την δική του θεωρία περί ατομικού και συλλογικού ασυνειδήτου. Όταν το άτομο αισθανόταν τον ‘‘τραυματισμό’’ κάποιων προσωπικών ψυχικών περιεχομένων του, αυτό ερμηνευόταν σαν απώλεια της ψυχής του. Όταν το άτομο δεχόταν την ισχυρή επιρροή ενός αρχέτυπου, που ‘‘φούσκωνε’’ τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, θεωρούνταν ότι είχε καταληφθεί από πνεύματα.
Υπάρχουν αμέτρητες τελετές για την ανάκληση της ψυχής του ασθενή και διάφοροι τρόποι για την απομάκρυνση ή την φυλάκιση των κακών πνευμάτων. Ο Γιούνγκ αναφέρει πως υπήρξε μάρτυρας μια τέτοιας θεραπευτικής πρακτικής κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού του στο όρος Ελγκόν, στην ανατολική Αφρική. Μία νεαρή γυναίκα ασθένησε από κάτι που έμοιαζε με σηψαιμία και εμφάνισε υψηλό πυρετό. Οι συγγενείς της κάλεσαν αμέσως έναν ‘‘νγκάνγκα’’, τον γιατρό-μάγο, ο οποίος, αφού περπάτησε ολόγυρα στο καλύβι τους μυρίζοντας τον αέρα, εξήγησε ότι το κορίτσι ήταν η μοναχοκόρη γονέων που είχαν πεθάνει νέοι και τώρα κατέβαιναν κάθε βράδυ για να αρρωστήσουν την κόρη τους και να την πάρουν μαζί τους. Έτσι, σύμφωνα με τις οδηγίες του μάγου, στήθηκε κοντά στην καλύβα μια ‘‘παγίδα φαντασμάτων’’ με την μορφή ενός μικρού καλυβιού και μέσα τοποθετήθηκε ένα πήλινο ομοίωμα του κοριτσιού μαζί με λίγο φαί. Προς μεγάλη έκπληξη των δυτικών επισκεπτών, η κοπέλα ανάρρωσε μέσα σε δύο μέρες. Ήταν η δική τους αρχική διάγνωση περί σηψαιμίας λανθασμένη; Δεν υπήρξε απάντηση και το αίνιγμα της αρρώστιας παρέμεινε ανοικτό.
Προσωπικές εμπειρίες
Μια λαμπερή καλοκαιριάτικη μέρα του 1916, γύρω στις πέντε το απόγευμα, το κουδούνι της πόρτας των Γιούνγκ άρχισε να χτυπά. Ο Γιούνγκ εκείνη την ώρα κάθεται κοντά στο κουδούνι και όχι μόνο το ακούει να χτυπά, χωρίς να είναι κανείς στο κατώφλι, αλλά βλέπει και την κίνησή του. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, η αναπνοή του είχε γίνει δύσκολη, κι ολόκληρο το σπίτι, λέει ο Γιούνγκ, ήταν θαρρείς γεμάτο από πλήθη, ξέχειλο από πνεύματα. Όταν αναστατωμένος ρώτησε «Για όνομα του θεού, τί συμβαίνει;», τα άκουσε με μια φωνή να λένε «Γυρίσαμε από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν βρήκαμε αυτό που ζητούσαμε». Τότε, γεμάτος από έμπνευση, θα πιάσει την πένα και θα γράψει το έργο ‘‘Οι Επτά ομιλίες των Νεκρών’’. Μόνο έτσι το δωμάτιο θα ηρεμήσει και η ατμόσφαιρα θα καθαρίσει από το στοίχειωμα.
Θα σχολιάσει αυτό το περιστατικό στην αυτοβιογραφία του ως εξής: «Η εμπειρία πρέπει να εννοηθεί όπως ήταν ή όπως έδωσε την εντύπωση πως ήταν. Οπωσδήποτε είχε σχέση με την συναισθηματική μου κατάσταση εκείνη την στιγμή, που ευνοούσε τα παραψυχολογικά φαινόμενα. Η διανόηση θα ήθελε να σφετεριστεί κάποια επιστημονική εξήγηση ή να το διαγράψει ως παραβίαση των κανόνων. Αλλά σε τί θλιβερό κόσμο θα ζούσαμε αν δεν παραβιάζονταν καμιά φορά οι κανόνες ! Με μία ορισμένη έννοια, ήταν επίσης μια σχέση προς την συλλογικότητα των νεκρών…»
Μερικά χρόνια αργότερα, μην κατορθώνοντας να κοιμηθεί επειδή συλλογιζόταν τον ξαφνικό θάνατο ενός φίλου του, που η κηδεία του είχε γίνει την προηγούμενη, ο Γιούνγκ τον είδε ξαφνικά να στέκεται στα πόδια του κρεβατιού του και να τον καλεί να πάει μαζί του. Είχε την αίσθηση ενός φαντάσματος μέσα στο δωμάτιο, και τότε έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται: «Έχω καμιά απόδειξη ότι είναι φαντασίωση; Αν υποθέσω ότι ο φίλος μου είναι πραγματικά εδώ, δεν θα ήταν φρικτό εγώ να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα ψέμα; Η απόδειξη δεν βρίσκεται ούτε εδώ, ούτε εκεί. Αντί να τον εξηγήσω ως φαντασίωση, θα μπορούσα κάλλιστα να διατηρήσω την αμφιβολία μου αλλά, για πειραματικούς σκοπούς, να του αποδώσω πραγματικότητα». Μετά από αυτές τις σκέψεις, το φάντασμα πήγε προς την πόρτα, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει και τελικά τον οδήγησε στην βιβλιοθήκη του σπιτιού. Ο Γιούνγκ λέει πως ανακάλυψε, σε ένα δυσπρόσιτο σημείο της βιβλιοθήκης, χωρίς να ξέρει ότι βρισκόταν εκεί, το βιβλίο του Ζολά ‘‘Η κληρονομιά των πεθαμένων’’.
Επίλογος
Στην μακρόχρονη σταδιοδρομία του ο Γιούνγκ διατήρησε ένα έντονο ενδιαφέρον για τα απόκρυφα φαινόμενα. Οι εμφανίσεις πνευμάτων και φασματικών οντοτήτων ήταν ένα από τα φαινόμενα που θεωρούσε σημαντικά. Κατά την γνώμη του, οι παράξενες και μυστηριώδεις ιστορίες δεν είναι αναγκαστικά ψεύτικες ή φαντασιώσεις, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι γεγονότα που ανήκουν στο ευρύ πεδίο των ψυχικών φαινομένων. Φαινόμενα που αποδεικνύουν την σχετικότητα του χωροχρόνου και της ύλης, τα οποία η ψυχή υπερβαίνει και διαπερνά.
Το βασικό ερώτημα για εκείνον βρισκόταν στο ποιός είναι ο αληθινός λόγος για τον οποίο βιώνονται και επαναλαμβάνονται οι ίδιες παλιές ιστορίες, χωρίς να χάνουν καθόλου την αρχική τους μαγεία. Κι αυτό που θέλησε να κάνει ήταν να εξετάσει αυτές τις ιστορίες έτσι όπως πραγματικά εμφανίζονταν, να παραμερίσει το ζήτημα της αλήθειας ή μη – όπως έκανε και με την μυθολογία – και να ερευνήσει τα ψυχολογικά ερωτήματα: ποιός είναι αυτός που βλέπει ένα φάντασμα; Κάτω από ποιές συνθήκες το βλέπει; Τί σημαίνει ένα φάντασμα όταν εξετάζεται ως προς το περιεχόμενό του, δηλαδή ως ένα σύμβολο
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως δεν έχουμε φτάσει ακόμη στον κολοφώνα της σοφίας μας, πως το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος παραμένει άγνωστο και πως η εικόνα μας για τον κόσμο απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Έτσι, η μεγάλη περιπέτεια της γνώσης και της κατανόησης οφείλει να συνεχιστεί, στρεφόμενη ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας, σε εκείνες τις εμπειρίες που διασπούν την μονοτονία της καθημερινότητας, κλονίζουν τις βεβαιότητές μας και δίνουν φτερά στην φαντασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου